κόστον

κόστον
κόστον
spice
neut nom/voc/acc sg
κόστος
spice
masc acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κόστον — κόστον, τὸ (Α) το αρωματικό φυτό κόστος*. [ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. τής λ. κόστος (Ι), ο] …   Dictionary of Greek

  • κόστοιο — κόστον spice neut gen sg (epic) κόστος spice masc gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόστου — κόστον spice neut gen sg κόστος spice masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόστῳ — κόστον spice neut dat sg κόστος spice masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τριακοστόν — τριᾱκοστόν , τριακοστός thirtieth masc acc sg τριᾱκοστόν , τριακοστός thirtieth neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • КОСТУМ —    • Costum,          греч. κόστος, κόστον, корень индийского кустарника, принадлежащий, вместе с nardum, листом одного растения, к ароматнейшим индийским травам; поэтому то и другое преимущественно назывались radix et folium. Plun. 12, 12, 25.… …   Реальный словарь классических древностей

  • κόστος — Η χρηματική ή άλλη θυσία που απαιτείται για την απόκτηση ενός αγαθού. Συνδέεται με τη βασική οικονομική παρατήρηση σχετικά με την ανεπάρκεια των αγαθών σε σχέση με τις ανθρώπινες ανάγκες, κατάσταση που δεν επιτρέπει την ελεύθερη διάθεσή τους και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”